ανιόν

ανιόν
το
-όντος (φυσ.), το αρνητικά ηλεκτρισμένο ιόν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανιόν — το χημ. βλ. ανιών …   Dictionary of Greek

  • ἀνιόν — ἄνειμι go up pres part act masc voc sg ἄνειμι go up pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίον — ἀ̱νίον , ἀνέω pres part act masc voc sg (doric) ἀ̱νίον , ἀνέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνιον — Ἄνιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνιον — ἄνιος masc/fem acc sg ἄνιος neut nom/voc/acc sg ἄ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • υπεράλας — ατος, το, Ν χημ. άλας τού οποίου το ανιόν παρουσιάζει υψηλότερο βαθμό οξείδωσης και εν γένει μικρότερο σθένος σε σχέση με το ανιόν τού αντίστοιχου κανονικού άλατος …   Dictionary of Greek

  • Ani — For other uses, see Ani (disambiguation). Ani   City   Անի …   Wikipedia

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”